λιθοκρήδεμνος

λιθοκρήδεμνος
λιθο-κρήδεμνος, mit Steinen umkränzt, umgeben

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθοκρήδεμνος — λιθοκρήδεμνος, ον (Μ) (για γκρεμό) ο περιτριγυρισμένος από λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»] …   Dictionary of Greek

  • λιθοκρήδεμνον — λιθοκρήδεμνος with crown of stone masc/fem acc sg λιθοκρήδεμνος with crown of stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • φοινικοκρήδεμνος — και δωρ. τ. φοινικοκράδεμνος, ον, Α (για γυναίκα) αυτός που φορά κεφαλόδεσμο πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κρήδεμνος (< κρήδεμνον / κράδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. λιθοκρήδεμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”